Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
χονδροπάθεια
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
χονδροπάθει
α
οι
χονδροπάθει
ες
γενική
της
χονδροπάθει
ας
των
χονδροπαθει
ών
αιτιατική
τη
χονδροπάθει
α
τις
χονδροπάθει
ες
κλητική
χονδροπάθει
α
χονδροπάθει
ες
Κατηγορία
όπως «
θάλασσα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
χονδροπάθεια
<
χονδρο-
+
-πάθεια
Ουσιαστικό
επεξεργασία
χονδροπάθεια
θηλυκό
(
ιατρική
) γενική ονομασία
πάθησης
χόνδρων
Μεταφράσεις
επεξεργασία
χονδροπάθεια