Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χελιδόνισμα τα χελιδονίσματα
      γενική του χελιδονίσματος των χελιδονισμάτων
    αιτιατική το χελιδόνισμα τα χελιδονίσματα
     κλητική χελιδόνισμα χελιδονίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

χελιδόνισμα < χελιδόνι + -ισμα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χελιδόνισμα ουδέτερο

  • ένα από τα λαϊκά παιδικά τραγούδια που τραγουδούσαν τα παιδιά για να καλωσορίσουν την άνοιξη κρατώντας ένα ξύλινο ομοίωμα χελιδονιού

  Μεταφράσεις επεξεργασία