Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο χατλάρης οι χατλάρηδες
      γενική του χατλάρη των χατλάρηδων
    αιτιατική τον χατλάρη τους χατλάρηδες
     κλητική χατλάρη χατλάρηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

χατλάρης < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χατλάρης αρσενικό

  • μοναχός υπεύθυνος για τα ζώα στη μονή (Άγιο Όρος)

  Μεταφράσεις επεξεργασία