χαζομούνα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | χαζομούνα | οι | χαζομούνες |
γενική | της | χαζομούνας | — | |
αιτιατική | τη | χαζομούνα | τις | χαζομούνες |
κλητική | χαζομούνα | χαζομούνες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
χαζομούνα θηλυκό
- Γυναίκα όμορφη & ελκυστική, αλλά χαζή
- Χαζή γυναίκα (γενικά)
- Μ΄αυτή τη χαζομούνα βρήκες κι εσύ να πάς;