Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χαζομούνα οι χαζομούνες
      γενική της χαζομούνας
    αιτιατική τη χαζομούνα τις χαζομούνες
     κλητική χαζομούνα χαζομούνες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

χαζομούνα < χαζό + μουνί

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χαζομούνα θηλυκό

  1. Γυναίκα όμορφη & ελκυστική, αλλά χαζή
  2. Χαζή γυναίκα (γενικά)
    Μ΄αυτή τη χαζομούνα βρήκες κι εσύ να πάς;