χάβρος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | χάβρος | οι | χάβροι |
γενική | του | χάβρου | των | χάβρων |
αιτιατική | τον | χάβρο | τους | χάβρους |
κλητική | χάβρε | χάβροι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- χάβρος < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαχάβρος αρσενικό
Πηγές
επεξεργασία- Κοντομίχης, Πανταζής (2001). Λεξικό του λευκαδίτικου γλωσσικού ιδιώματος (Ιδιωματικό - ερμηνευτικό - λαογραφικό) [Λαογραφικά Λευκάδας, αρ. 7], Αθήνα: Εκδόσεις Γρηγόρη.
- Λάζαρης, Χριστόφορος Γ. (1970). Τα λευκαδίτικα. Ετυμολογικόν και ερμηνευτικόν λεξιλόγιον των γλωσσικών ιδιωμάτων της νήσου Λευκάδος, Ιωάννινα: Εκτύπωσις Ευριπίδη Κ. Θέμελη.
- Χαρά Παπαδάτου-Γιαννοπούλου, Λεξικό ιδιωματικών οικοδομικών όρων της Λευκάδας (Λευκάδα, 2014)