Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φυσιομετρία οι φυσιομετρίες
      γενική της φυσιομετρίας των φυσιομετριών
    αιτιατική τη φυσιομετρία τις φυσιομετρίες
     κλητική φυσιομετρία φυσιομετρίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φυσιομετρία < φυσιο- + -μετρία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φυσιομετρία θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία