φτωχούλα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | φτωχούλα | οι | φτωχούλες |
γενική | της | φτωχούλας | — | |
αιτιατική | τη | φτωχούλα | τις | φτωχούλες |
κλητική | φτωχούλα | φτωχούλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- φτωχούλα < θηλυκό του φτωχούλης
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφτωχούλα θηλυκό
- → δείτε τη λέξη φτωχούλης