φτηναίνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαφτηναίνω
- γίνομαι πιο φτηνός
- (μεταβατικό) κάνω κάτι πιο φτηνό, ρίχνω την τιμή του
- (μεταφορικά) υποβαθμίζω την ποιότητα
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | φτηναίνω | φτήναινα | θα φτηναίνω | να φτηναίνω | φτηναίνοντας | |
β' ενικ. | φτηναίνεις | φτήναινες | θα φτηναίνεις | να φτηναίνεις | φτήναινε | |
γ' ενικ. | φτηναίνει | φτήναινε | θα φτηναίνει | να φτηναίνει | ||
α' πληθ. | φτηναίνουμε | φτηναίναμε | θα φτηναίνουμε | να φτηναίνουμε | ||
β' πληθ. | φτηναίνετε | φτηναίνατε | θα φτηναίνετε | να φτηναίνετε | φτηναίνετε | |
γ' πληθ. | φτηναίνουν(ε) | φτήναιναν φτηναίναν(ε) |
θα φτηναίνουν(ε) | να φτηναίνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | φτήνυνα | θα φτηνύνω | να φτηνύνω | φτηνύνει | ||
β' ενικ. | φτήνυνες | θα φτηνύνεις | να φτηνύνεις | φτήνυνε | ||
γ' ενικ. | φτήνυνε | θα φτηνύνει | να φτηνύνει | |||
α' πληθ. | φτηνύναμε | θα φτηνύνουμε | να φτηνύνουμε | |||
β' πληθ. | φτηνύνατε | θα φτηνύνετε | να φτηνύνετε | φτηνύνετε | ||
γ' πληθ. | φτήνυναν φτηνύναν(ε) |
θα φτηνύνουν(ε) | να φτηνύνουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω φτηνύνει | είχα φτηνύνει | θα έχω φτηνύνει | να έχω φτηνύνει | ||
β' ενικ. | έχεις φτηνύνει | είχες φτηνύνει | θα έχεις φτηνύνει | να έχεις φτηνύνει | ||
γ' ενικ. | έχει φτηνύνει | είχε φτηνύνει | θα έχει φτηνύνει | να έχει φτηνύνει | ||
α' πληθ. | έχουμε φτηνύνει | είχαμε φτηνύνει | θα έχουμε φτηνύνει | να έχουμε φτηνύνει | ||
β' πληθ. | έχετε φτηνύνει | είχατε φτηνύνει | θα έχετε φτηνύνει | να έχετε φτηνύνει | ||
γ' πληθ. | έχουν φτηνύνει | είχαν φτηνύνει | θα έχουν φτηνύνει | να έχουν φτηνύνει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία φτηναίνω
|