Ετυμολογία

επεξεργασία
φτηναίνω < φτηνός + -αίνω

φτηναίνω

  1. γίνομαι πιο φτηνός
     αντώνυμα: ακριβαίνω
  2. (μεταβατικό) κάνω κάτι πιο φτηνό, ρίχνω την τιμή του
     αντώνυμα: ακριβαίνω
  3. (μεταφορικά) υποβαθμίζω την ποιότητα

Άλλες μορφές

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία