Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φρούδη ελπίδα οι φρούδες ελπίδες
      γενική της φρούδης ελπίδας των φρούδων ελπίδων
    αιτιατική τη φρούδη ελπίδα τις φρούδες ελπίδες
     κλητική φρούδη ελπίδα φρούδες ελπίδες
Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

→ δείτε τις λέξεις φρούδος και ελπίδα

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈfɾu.ði elˈpi.ða/

  Έκφραση επεξεργασία

φρούδη ελπίδα θηλυκό

Δείτε επίσης επεξεργασία