Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο φολκλορισμός οι φολκλορισμοί
      γενική του φολκλορισμού των φολκλορισμών
    αιτιατική τον φολκλορισμό τους φολκλορισμούς
     κλητική φολκλορισμέ φολκλορισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φολκλορισμός < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φολκλορισμός αρσενικό

  • επικράτηση του παραδοσιακού λαϊκού στοιχείου στην τέχνη ή αναβίωση στοιχείων του λαϊκού πολιτισμού σε διάφορες εκδηλώσεις μιας κοινωνίας

  Μεταφράσεις επεξεργασία