↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ φιτιαλεῖς - φιτιαλῆς*
      γενική τῶν φιτιαλέων
      δοτική τοῖς φιτιαλεῦσῐ(ν)
    αιτιατική τοὺς φιτιαλέᾱς
     κλητική ! φιτιαλεῖς - φιτιαλῆς*
* αττικός τύπος.
3η κλίση, ομάδα 'βασιλεύς', Κατηγορία 'βασιλεύς' όπως «βασιλεύς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

φιτιαλεῖς αρσενικό, μόνο στον πληθυντικό

  • (ελληνιστική κοινή) άλλη μορφή του φετιάλιοι
    ※  Πολλὰς δὲ καὶ ἄλλας Νουμᾶ καταδείξαντος ἱερωσύνας ἔτι δυεῖν μνησθήσομαι, τῆς τε Σαλίων καὶ τῆς τῶν Φιτιαλέων, αἳ μάλιστα τὴν εὐσέβειαν τοῦ ἀνδρὸς ἐμφαίνουσιν. οἱ μὲν γὰρ Φιτιαλεῖς εἰρηνοφύλακές τινες ὄντες, ὡς δ' ἐμοὶ δοκεῖ, καὶ τοὔνομα λαβόντες ἀπὸ τῆς πράξεως, λόγῳ τὰ νείκη κατέπαυον, οὐκ ἐῶντες στρατεύειν πρότερον ἢ πᾶσαν ἐλπίδα δίκης ἀποκοπῆναι. καὶ γὰρ εἰρήνην Ἕλληνες καλοῦσιν ὅταν λόγῳ, μὴ βίᾳ, πρὸς ἀλλήλους χρώμενοι λύσωσι τὰς διαφοράς. οἱ δὲ Ῥωμαίων Φιτιαλεῖς πολλάκις μὲν ἐβάδιζον ὡς τοὺς ἀδικοῦντας αὐτοὶ πείθοντες εὐγνωμονεῖν. (Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι, Νουμάς, 12)