φιλοτιμούμαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φιλοτιμούμαι < αρχαία ελληνική φιλοτιμέομαι-οῦμαι
Ρήμα
επεξεργασίαφιλοτιμούμαι
- δείχνω φιλότιμο, αλλά κατά κανόνα έρχομαι στο φιλότιμο, είτε από ντροπή κατόπιν σκέψης είτε με τον εξαναγκασμό άλλου, συχνά υπό την πίεση των συνθηκών
- Επιτέλους φιλοτιμήθηκε να παραιτηθεί από υπουργός
- Μα καλά, δεν φιλοτιμήθηκε να σας κεράσει έστω ένα ποτό για το γάμο της κόρης του;
- Ρε παιδιά, θα φιλοτιμηθεί κανείς τελικά να πληρώσει ή θα φεσώσουμε το μαγαζί;
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | φιλοτιμούμαι | φιλοτιμούμουν | θα φιλοτιμούμαι | να φιλοτιμούμαι | φιλοτιμούμενος | |
β' ενικ. | φιλοτιμείσαι | φιλοτιμούσουν | θα φιλοτιμείσαι | να φιλοτιμείσαι | ||
γ' ενικ. | φιλοτιμείται | φιλοτιμούνταν | θα φιλοτιμείται | να φιλοτιμείται | ||
α' πληθ. | φιλοτιμούμαστε | φιλοτιμούμασταν φιλοτιμούμαστε |
θα φιλοτιμούμαστε | να φιλοτιμούμαστε | ||
β' πληθ. | φιλοτιμείστε | φιλοτιμούσασταν φιλοτιμούσαστε |
θα φιλοτιμείστε | να φιλοτιμείστε | φιλοτιμείστε | |
γ' πληθ. | φιλοτιμούνται | φιλοτιμούνταν | θα φιλοτιμούνται | να φιλοτιμούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | φιλοτιμήθηκα | θα φιλοτιμηθώ | να φιλοτιμηθώ | φιλοτιμηθεί | ||
β' ενικ. | φιλοτιμήθηκες | θα φιλοτιμηθείς | να φιλοτιμηθείς | φιλοτιμήσου | ||
γ' ενικ. | φιλοτιμήθηκε | θα φιλοτιμηθεί | να φιλοτιμηθεί | |||
α' πληθ. | φιλοτιμηθήκαμε | θα φιλοτιμηθούμε | να φιλοτιμηθούμε | |||
β' πληθ. | φιλοτιμηθήκατε | θα φιλοτιμηθείτε | να φιλοτιμηθείτε | φιλοτιμηθείτε | ||
γ' πληθ. | φιλοτιμήθηκαν φιλοτιμηθήκαν(ε) |
θα φιλοτιμηθούν(ε) | να φιλοτιμηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω φιλοτιμηθεί | είχα φιλοτιμηθεί | θα έχω φιλοτιμηθεί | να έχω φιλοτιμηθεί | ||
β' ενικ. | έχεις φιλοτιμηθεί | είχες φιλοτιμηθεί | θα έχεις φιλοτιμηθεί | να έχεις φιλοτιμηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει φιλοτιμηθεί | είχε φιλοτιμηθεί | θα έχει φιλοτιμηθεί | να έχει φιλοτιμηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε φιλοτιμηθεί | είχαμε φιλοτιμηθεί | θα έχουμε φιλοτιμηθεί | να έχουμε φιλοτιμηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε φιλοτιμηθεί | είχατε φιλοτιμηθεί | θα έχετε φιλοτιμηθεί | να έχετε φιλοτιμηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν φιλοτιμηθεί | είχαν φιλοτιμηθεί | θα έχουν φιλοτιμηθεί | να έχουν φιλοτιμηθεί |