φεσώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φεσώνω < φέσι (με την έννοια της ανεξόφλητης οφειλής) + -ώνω
Ρήμα
επεξεργασίαφεσώνω (παθητική φωνή φεσώνομαι)
- παραχρεώνω πελάτη μου συνήθως αδικαιολόγητα
- δεν εξοφλώ δάνειο, οφειλή
- Αφού δεν έχω μία, θα τους φεσώσω κανονικά
- επιβαρύνω
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | φεσώνω | φέσωνα | θα φεσώνω | να φεσώνω | φεσώνοντας | |
β' ενικ. | φεσώνεις | φέσωνες | θα φεσώνεις | να φεσώνεις | φέσωνε | |
γ' ενικ. | φεσώνει | φέσωνε | θα φεσώνει | να φεσώνει | ||
α' πληθ. | φεσώνουμε | φεσώναμε | θα φεσώνουμε | να φεσώνουμε | ||
β' πληθ. | φεσώνετε | φεσώνατε | θα φεσώνετε | να φεσώνετε | φεσώνετε | |
γ' πληθ. | φεσώνουν(ε) | φέσωναν φεσώναν(ε) |
θα φεσώνουν(ε) | να φεσώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | φέσωσα | θα φεσώσω | να φεσώσω | φεσώσει | ||
β' ενικ. | φέσωσες | θα φεσώσεις | να φεσώσεις | φέσωσε | ||
γ' ενικ. | φέσωσε | θα φεσώσει | να φεσώσει | |||
α' πληθ. | φεσώσαμε | θα φεσώσουμε | να φεσώσουμε | |||
β' πληθ. | φεσώσατε | θα φεσώσετε | να φεσώσετε | φεσώστε | ||
γ' πληθ. | φέσωσαν φεσώσαν(ε) |
θα φεσώσουν(ε) | να φεσώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω φεσώσει | είχα φεσώσει | θα έχω φεσώσει | να έχω φεσώσει | ||
β' ενικ. | έχεις φεσώσει | είχες φεσώσει | θα έχεις φεσώσει | να έχεις φεσώσει | ||
γ' ενικ. | έχει φεσώσει | είχε φεσώσει | θα έχει φεσώσει | να έχει φεσώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε φεσώσει | είχαμε φεσώσει | θα έχουμε φεσώσει | να έχουμε φεσώσει | ||
β' πληθ. | έχετε φεσώσει | είχατε φεσώσει | θα έχετε φεσώσει | να έχετε φεσώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν φεσώσει | είχαν φεσώσει | θα έχουν φεσώσει | να έχουν φεσώσει |
|