φεσώνομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φεσώνομαι < παθητική φωνή του ρήματος φεσώνω
Ρήμα
επεξεργασίαφεσώνομαι
- δεν μου εξοφλούν δάνειο, αρνούνται να μου δώσουν όσα μου οφείλουν
- Φεσώθηκα 2.000 ευρώ
- υφίσταμαι κάτι δυσάρεστο.
- Αντί να διασκεδάσουμε, φεσωθήκαμε (πιθανόν με την έννοια ότι «δεν έπιασαν τόπο» τα λεφτά που δώσαμε για να ψυχαγωγηθούμε)
- με επιβαρύνουν, με φορτώνουν με κάτι/κάποιον.
- Σαν να μην έφτανε που θα οδηγούσα 3 ώρες, φεσώθηκα να κουβαλήσω και τη θεία Μαρίκα
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | φεσώνομαι | φεσωνόμουν(α) | θα φεσώνομαι | να φεσώνομαι | ||
β' ενικ. | φεσώνεσαι | φεσωνόσουν(α) | θα φεσώνεσαι | να φεσώνεσαι | (φεσώνου) | |
γ' ενικ. | φεσώνεται | φεσωνόταν(ε) | θα φεσώνεται | να φεσώνεται | ||
α' πληθ. | φεσωνόμαστε | φεσωνόμαστε φεσωνόμασταν |
θα φεσωνόμαστε | να φεσωνόμαστε | ||
β' πληθ. | φεσώνεστε | φεσωνόσαστε φεσωνόσασταν |
θα φεσώνεστε | να φεσώνεστε | (φεσώνεστε) | |
γ' πληθ. | φεσώνονται | φεσώνονταν φεσωνόντουσαν |
θα φεσώνονται | να φεσώνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | φεσώθηκα | θα φεσωθώ | να φεσωθώ | φεσωθεί | ||
β' ενικ. | φεσώθηκες | θα φεσωθείς | να φεσωθείς | φεσώσου | ||
γ' ενικ. | φεσώθηκε | θα φεσωθεί | να φεσωθεί | |||
α' πληθ. | φεσωθήκαμε | θα φεσωθούμε | να φεσωθούμε | |||
β' πληθ. | φεσωθήκατε | θα φεσωθείτε | να φεσωθείτε | φεσωθείτε | ||
γ' πληθ. | φεσώθηκαν φεσωθήκαν(ε) |
θα φεσωθούν(ε) | να φεσωθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω φεσωθεί | είχα φεσωθεί | θα έχω φεσωθεί | να έχω φεσωθεί | φεσωμένος | |
β' ενικ. | έχεις φεσωθεί | είχες φεσωθεί | θα έχεις φεσωθεί | να έχεις φεσωθεί | ||
γ' ενικ. | έχει φεσωθεί | είχε φεσωθεί | θα έχει φεσωθεί | να έχει φεσωθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε φεσωθεί | είχαμε φεσωθεί | θα έχουμε φεσωθεί | να έχουμε φεσωθεί | ||
β' πληθ. | έχετε φεσωθεί | είχατε φεσωθεί | θα έχετε φεσωθεί | να έχετε φεσωθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν φεσωθεί | είχαν φεσωθεί | θα έχουν φεσωθεί | να έχουν φεσωθεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία φεσώνομαι
|