φιλονομία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- φιλονομία < φιλόνομος
Ουσιαστικό επεξεργασία
φιλονομία θηλυκό
- η αγάπη προς το νόμιμο, ο σεβασμός προς τη νομοθεσία, η νομιμοφροσύνη
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
φιλονομία
|