φιλεναδούλα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | φιλεναδούλα | οι | φιλεναδούλες |
γενική | της | φιλεναδούλας | — | |
αιτιατική | τη | φιλεναδούλα | τις | φιλεναδούλες |
κλητική | φιλεναδούλα | φιλεναδούλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- φιλεναδούλα < υποκοριστικό της λέξης φιλενάδα
Ουσιαστικό επεξεργασία
φιλεναδούλα θηλυκό
- συνήθως μειωτικό, για τη νεαρή ερωμένη, φιλεναδίτσα
Μεταφράσεις επεξεργασία
φιλεναδούλα
|