υποπερίοδος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- υποπερίοδος < υπο- + περίοδος (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική subperiod)
Ουσιαστικό
επεξεργασία
υποπερίοδος θηλυκό
- υποδιαίρεση περιόδου που αποτελεί μικρότερη χρονική ενότητα στο πλαίσιο ευρύτερης χρονικής ή γεωλογικής διαίρεσης
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Πηγές
επεξεργασία
- υποπερίοδος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- υποπερίοδος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)