υπομνηματιστής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- υπομνηματιστής < ελληνιστική κοινή ὑπομνημᾰτιστής < ὑπομνηματίζω < αρχαία ελληνική ὑπόμνημα < μνήμη
Ουσιαστικό
επεξεργασίαυπομνηματιστής αρσενικό (θηλυκό υπομνηματίστρια)
- αυτός που υπομνηματίζει
Μεταφράσεις
επεξεργασία υπομνηματιστής
|