υπερκεράτωση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | υπερκεράτωση | οι | υπερκερατώσεις |
γενική | της | υπερκεράτωσης* | των | υπερκερατώσεων |
αιτιατική | την | υπερκεράτωση | τις | υπερκερατώσεις |
κλητική | υπερκεράτωση | υπερκερατώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, υπερκερατώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- υπερκεράτωση < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
υπερκεράτωση θηλυκό
- (ιατρική) πάχυνση της κεράτινης στοιβάδας του δέρματος λόγω υπερβολικής παραγωγής κερατίνης
Μεταφράσεις επεξεργασία
υπερκεράτωση
|