Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υπερθυμία οι υπερθυμίες
      γενική της υπερθυμίας των υπερθυμιών
    αιτιατική την υπερθυμία τις υπερθυμίες
     κλητική υπερθυμία υπερθυμίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

υπερθυμία < λείπει η ετυμολογία. Ελληνογενής ξέν. όρ., < αγγλ. hyperthymia

  Ουσιαστικό επεξεργασία

υπερθυμία θηλυκό

  • η αύξηση του νευροψυχικού τόνου, που συνοδεύεται από αίσθημα σωματικής και ψυχικής ευεξίας και προκαλεί αυξημένη κινητική δραστηριότητα, παρουσιάζεται δε σε συνηθισμένες περιπτώσεις μανιοκατάθλιψης

  Μεταφράσεις επεξεργασία