υλοζωία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | υλοζωία | οι | υλοζωίες |
γενική | της | υλοζωίας | των | υλοζωιών |
αιτιατική | την | υλοζωία | τις | υλοζωίες |
κλητική | υλοζωία | υλοζωίες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- υλοζωία < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
υλοζωία θηλυκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
υλοζωία
|