υδρορηγμάτωση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | υδρορηγμάτωση | οι | υδρορηγματώσεις |
γενική | της | υδρορηγμάτωσης* | των | υδρορηγματώσεων |
αιτιατική | την | υδρορηγμάτωση | τις | υδρορηγματώσεις |
κλητική | υδρορηγμάτωση | υδρορηγματώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, υδρορηγματώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- υδρορηγμάτωση < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαυδρορηγμάτωση θηλυκό
Μεταφράσεις
επεξεργασία υδρορηγμάτωση
|