υάλωμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | υάλωμα | τα | υαλώματα |
γενική | του | υαλώματος | των | υαλωμάτων |
αιτιατική | το | υάλωμα | τα | υαλώματα |
κλητική | υάλωμα | υαλώματα | ||
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- υάλωμα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαυάλωμα ουδέτερο
Μεταφράσεις
επεξεργασία υάλωμα
|