Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τυφλαμάρα οι τυφλαμάρες
      γενική της τυφλαμάρας
    αιτιατική την τυφλαμάρα τις τυφλαμάρες
     κλητική τυφλαμάρα τυφλαμάρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τυφλαμάρα < τύφλα + -μάρα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τυφλαμάρα θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • τυφλαμάραΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)