τυμπάνωση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | τυμπάνωση | οι | τυμπανώσεις |
γενική | της | τυμπάνωσης* | των | τυμπανώσεων |
αιτιατική | την | τυμπάνωση | τις | τυμπανώσεις |
κλητική | τυμπάνωση | τυμπανώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, τυμπανώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- τυμπάνωση < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
τυμπάνωση θηλυκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
τυμπάνωση
|