• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Κοντινά
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

τσουκάλα

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τσουκάλα οι τσουκάλες
      γενική της τσουκάλας των τσουκαλών
    αιτιατική την τσουκάλα τις τσουκάλες
     κλητική τσουκάλα τσουκάλες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

τσουκάλα < → λείπει η ετυμολογία

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

τσουκάλα θηλυκό

  • (κουζινικά) → δείτε τη λέξη τσουκάλι

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    τσουκάλα
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=τσουκάλα&oldid=5595110"
Τελευταία επεξεργασία στις 11 Σεπτεμβρίου 2022, στις 21:39
Βικιλεξικό
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 11 Σεπτεμβρίου 2022, στις 21:39.
  • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie