Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τσοκαρία οι τσοκαρίες
      γενική της τσοκαρίας των τσοκαριών
    αιτιατική την τσοκαρία τις τσοκαρίες
     κλητική τσοκαρία τσοκαρίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τσοκαρία < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τσοκαρία θηλυκό, μόνο στον ενικό

  • (υβριστικό) γυναίκα που έχει φτηνή συμπεριφορά αλλά και γενική εμφάνιση και στάση

  Μεταφράσεις επεξεργασία