τροχοδίοδος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- τροχοδίοδος < τροχός + -ο- + δίοδος (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική taxilane)
Ουσιαστικό
επεξεργασία
τροχοδίοδος αρσενικό
τροχοδίοδος αρσενικό