Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τροφοπενία οι τροφοπενίες
      γενική της τροφοπενίας των τροφοπενιών
    αιτιατική την τροφοπενία τις τροφοπενίες
     κλητική τροφοπενία τροφοπενίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τροφοπενία < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τροφοπενία θηλυκό

  • παθολογική κατάσταση στα φυτά που προέρχεται από την έλλειψη θρεπτικών στοιχείων

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία