τριψιάνα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | τριψιάνα | οι | τριψιάνες |
γενική | της | τριψιάνας | — | |
αιτιατική | την | τριψιάνα | τις | τριψιάνες |
κλητική | τριψιάνα | τριψιάνες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- τριψιάνα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
τριψιάνα θηλυκό
- ψωμί τριμμένο σε γάλα
- ※ Τριψιάνα: άρτος τετριμμένος εντός ζωμού φαγητόν σύνηθες των χωρικών (Φαίδων Ι. Κουκούλης, Οινουντιακά, ή, Μελέτη περί της ιστορίας των ηθών και εθίμων και του γλωσσικού ιδιώματος του δήμου Οινούντος της επαρχίας Λακεδαίμονος, 1908, σελ. 302)
- φρυγανιά