Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τριχοφάγος οι τριχοφάγοι
      γενική του τριχοφάγου των τριχοφάγων
    αιτιατική τον τριχοφάγο τους τριχοφάγους
     κλητική τριχοφάγε τριχοφάγοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τριχοφάγος < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τριχοφάγος αρσενικό

  • ασθένεια του τριχωτού της κεφαλής

  Μεταφράσεις επεξεργασία