τριτανακοπή
Χρειάζεται τεκμηρίωση με παραπομπή σε κείμενο, εγχειρίδιο ή λεξικό. |
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τριτανακοπή < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίατριτανακοπή θηλυκό
- (νομικός όρος) Δικαίωμα που μπορεί να ασκήσει τρίτος που δεν είχε συμμετάσχει, ούτε είχε προσκληθεί να συμμετάσχει σε ορισμένη δίκη και δεν είχε καταστεί έτσι διάδικος κατά της οριστικής απόφασης, αν η απόφαση αυτή βλάπτει, ή θέτει σε κίνδυνο τα έννομα συμφέροντα του, η βλάβη δε αυτή μπορεί να είναι άμεση, έμμεση ή και ενδεχόμενη και μπορεί να απορρέει από το διατακτικό, ή το αιτιολογικό της προσβαλλόμενης απόφασης. (Χρειάζεται επεξεργασία)
Μεταφράσεις
επεξεργασία τριτανακοπή
|