Χρειάζεται τεκμηρίωση με παραπομπή σε κείμενο, εγχειρίδιο ή λεξικό.


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τριτανακοπή οι τριτανακοπές
      γενική της τριτανακοπής των τριτανακοπών
    αιτιατική την τριτανακοπή τις τριτανακοπές
     κλητική τριτανακοπή τριτανακοπές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τριτανακοπή < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

τριτανακοπή θηλυκό

  • (νομικός όρος) Δικαίωμα που μπορεί να ασκήσει τρίτος που δεν είχε συμμετάσχει, ούτε είχε προσκληθεί να συμμετάσχει σε ορισμένη δίκη και δεν είχε καταστεί έτσι διάδικος κατά της οριστικής απόφασης, αν η απόφαση αυτή βλάπτει, ή θέτει σε κίνδυνο τα έννομα συμφέροντα του, η βλάβη δε αυτή μπορεί να είναι άμεση, έμμεση ή και ενδεχόμενη και μπορεί να απορρέει από το διατακτικό, ή το αιτιολογικό της προσβαλλόμενης απόφασης. (Χρειάζεται επεξεργασία)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία