Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τριγυρίστρα οι τριγυρίστρες
      γενική της τριγυρίστρας
    αιτιατική την τριγυρίστρα τις τριγυρίστρες
     κλητική τριγυρίστρα τριγυρίστρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τριγυρίστρα < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τριγυρίστρα θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία