πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τριβή κύλισης οι τριβές κύλισης
      γενική της τριβής κύλισης των τριβών κύλισης
    αιτιατική την τριβή κύλισης τις τριβές κύλισης
     κλητική τριβή κύλισης τριβές κύλισης
Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
τριβή κύλισης <  δείτε τις λέξεις τριβή και κύλιση

Πολυλεκτικός όρος

επεξεργασία

τριβή κύλισης θηλυκό

  • (μηχανική, μηχανολογία) η τριβή που παρατηρείται μεταξύ ενός σώματος και της επιφάνειας πάνω στην οποία κυλάει
      τριβή κύλισης έχουμε μεταξύ των ένσφαιρων τριβέων (κοινώς ρουλεμάν), η μεταξύ του πέλματος των ελαστικών των αυτοκινήτων με το οδόστρωμα

Μεταφράσεις

επεξεργασία