τραπεζοσοβιετία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίατραπεζοσοβιετία θηλυκό
- δημώδης - δημοσιογραφικός σκωπτικός χαρακτηρισμός, με σοβιετικούς συνειρμούς, της υφιστάμενης σήμερα οικονομικής κατάστασης στην Ελλάδα σχετικά με κατασχέσεις ακινήτων που πρωτοστατούν οι τράπεζες.
Μεταφράσεις
επεξεργασία τραπεζοσοβιετία
|