τραπ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τραπ < αγγλική trap < μέση αγγλική trappe < δυτική πρωτογερμανική *trappjā / *trappjan < πρωτογερμανική *trapjaną < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *drebʰ-
Ουσιαστικό
επεξεργασίατραπ θηλυκό άκλιτο
- (μουσική) υποείδος της χιπ χοπ μουσικής, που προέκυψε από τον συνδυασμό της με την ηλεκτρονική μουσική, και χαρακτηρίζεται από απειλητικούς στίχους με συχνές αναφορές σε βία, ναρκωτικά και σεξ, ήχο που ενσωματώνει μισές ή τριπλές διαιρέσεις του χρόνου, βαριά μπάσα κ.λπ.