χιπ χοπ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- χιπ χοπ < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
χιπ χοπ ουδέτερο άκλιτο και θηλυκό και άκλιτο (και χιπχόπ)
- (μουσική) αφροαμερικάνικης προέλευσης δημοφιλές μουσικό ρεύμα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
χιπ χοπ
|