Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τραμπαρίφας οι τραμπαρίφες
      γενική του τραμπαρίφα των τραμπαρίφων
    αιτιατική τον τραμπαρίφα τους τραμπαρίφες
     κλητική τραμπαρίφα τραμπαρίφες
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τραμπαρίφας < η λέξη προέρχεται από το επώνυμο / προσωνύμιο Τραμπαρίφας το οποίο αναφέρεται σε ομότιτλο τραγούδι του συνθέτη Μιχ. Σουγιούλ «Ο Τραμπαρίφας», σε στίχους των Αλ. Σακελλάριου και Χρ. Γιαννακόπουλου

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τραμπαρίφας αρσενικό

  • (ειρωνικό, σπάνιο) αυτός που κάνει ανοησίες ή βλακείες
    ※  είτε ισχύει η πρώτη, είτε η δεύτερη υπόθεση, είναι ένας τραμπαρίφας, γελοίος τύπος που μαγνητοφωνεί εν αγνοία τους, τους συνομιλητές του (topontiki.gr, 24/07/2017, [1])
    ※  Ο μέχρι χθες μεγάλος τραμπαρίφας της πολιτικής, που υποσχόταν πως.. (eproodos.gr, 22.08.2018, [2])

  Μεταφράσεις επεξεργασία