τραβολογώ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- τραβολογώ < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα επεξεργασία
τραβολογώ και τραβολογάω , πρτ.: τραβολογούσα, στ.μέλλ.: θα τραβολογήσω, αόρ.: τραβολόγησα, παθ.φωνή: τραβολογιέμαι, μτχ.π.π.: τραβολογηγμένος
- τραβάω κάποιο άτομο, συνήθως με άσχημο τρόπο
- (μεταφορικά) ταλαιπωρώ κάποιον συνήθως με συνεχείς και χωρίς λόγο μετακινήσεις