Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

τραβολογώ < λείπει η ετυμολογία

  Ρήμα επεξεργασία

τραβολογώ και τραβολογάω , πρτ.: τραβολογούσα, στ.μέλλ.: θα τραβολογήσω, αόρ.: τραβολόγησα, παθ.φωνή: τραβολογιέμαι, μτχ.π.π.: τραβολογηγμένος

  1. τραβάω κάποιο άτομο, συνήθως με άσχημο τρόπο
  2. (μεταφορικά) ταλαιπωρώ κάποιον συνήθως με συνεχείς και χωρίς λόγο μετακινήσεις

Παράγωγα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία