τρίοδος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | τρίοδος | οι | τρίοδοι |
γενική | της | τριόδου | των | τριόδων |
αιτιατική | την | τρίοδο | τις | τριόδους |
κλητική | τρίοδε (τρίοδο) |
τρίοδοι | ||
Κατηγορία όπως «ήπειρος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- τρίοδος < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίατρίοδος θηλυκό
- (ηλεκτρονική) η τρίοδος λυχνία κενού
Μεταφράσεις
επεξεργασία τρίοδος
|