τουφεξής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- τουφεξής < τουφέκι
Ουσιαστικό επεξεργασία
τουφεξής αρσενικό
- (επάγγελμα) ο κατασκευαστής και πωλητής τουφεκιών
- (στρατιωτικός όρος) στρατιώτης οπλισμένος με ντουφέκι
Μεταφράσεις επεξεργασία
τουφεξής
|