τουμπόραμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- τουμπόραμα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
τουμπόραμα ουδέτερο
- σωλήνας από πολυαιθυλένιο που χρησιμοποιείται στην ύδρευση
Μεταφράσεις επεξεργασία
τουμπόραμα
|
τουμπόραμα ουδέτερο
|