Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τουμπίτσα οι τουμπίτσες
      γενική της τουμπίτσας
    αιτιατική την τουμπίτσα τις τουμπίτσες
     κλητική τουμπίτσα τουμπίτσες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τουμπίτσα < τούμπα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τουμπίτσα θηλυκό

  1. μικρή τούμπα
    Πρόσεξε μη φας καμιά τουμπίτσα με τα τροχοπέδιλά σου!
    Άρπαξε μια τουμπίτσα με το μοτοποδήλατό του.

Δείτε επίσης επεξεργασία