τουμπίτσα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | τουμπίτσα | οι | τουμπίτσες |
γενική | της | τουμπίτσας | — | |
αιτιατική | την | τουμπίτσα | τις | τουμπίτσες |
κλητική | τουμπίτσα | τουμπίτσες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- τουμπίτσα < τούμπα
Ουσιαστικό επεξεργασία
τουμπίτσα θηλυκό
- μικρή τούμπα
- Πρόσεξε μη φας καμιά τουμπίτσα με τα τροχοπέδιλά σου!
- Άρπαξε μια τουμπίτσα με το μοτοποδήλατό του.