τοκάριθμος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | τοκάριθμος | οι | τοκάριθμοι |
γενική | του | τοκάριθμου & τοκαρίθμου |
των | τοκάριθμων & τοκαρίθμων |
αιτιατική | τον | τοκάριθμο | τους | τοκάριθμους & τοκαρίθμους |
κλητική | τοκάριθμε | τοκάριθμοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- τοκάριθμος < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίατοκάριθμος αρσενικό
Μεταφράσεις
επεξεργασία τοκάριθμος
|