τιτουλάριος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | τιτουλάριος | οι | τιτουλάριοι |
γενική | του | τιτουλάριου & τιτουλαρίου |
των | τιτουλάριων & τιτουλαρίων |
αιτιατική | τον | τιτουλάριο | τους | τιτουλάριους & τιτουλαρίους |
κλητική | τιτουλάριε | τιτουλάριοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- τιτουλάριος < λατινικά titul(us) `τίτλος΄ -άριος μτφρδ. γαλλικά titulaire (< λατινικά titul(us) -aire)
Ουσιαστικό
επεξεργασίατιτουλάριος αρσενικό
- βοηθός επίσκοπος που χειροτονείται με τον τίτλο επισκοπής που έχει καταργηθεί
Μεταφράσεις
επεξεργασία τιτουλάριος
|