τηγανητά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | τηγανητά | ||
γενική | των | τηγανητών | ||
αιτιατική | τα | τηγανητά | ||
κλητική | τηγανητά | |||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- τηγανητά < πληθυντικός αριθμός του τηγανητό, ουδέτερο του τηγανητός
Ουσιαστικό
επεξεργασίατηγανητά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
Μεταφράσεις
επεξεργασία τηγανητά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίατηγανητά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του τηγανητός