τετραφθοριούχος υδράργυρος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τετραφθοριούχος υδράργυρος οι τετραφθοριούχοι υδράργυροι
      γενική του τετραφθοριούχου υδραργύρου των τετραφθοριούχων υδραργύρων
    αιτιατική τον τετραφθοριούχο υδράργυρο τους τετραφθοριούχους υδραργύρους
     κλητική τετραφθοριούχε υδράργυρε τετραφθοριούχοι υδράργυροι
Συνήθως στον ενικό.
Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τετραφθοριούχος υδράργυρος < → δείτε τις λέξεις τετραφθοριούχος και υδράργυρος

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

τετραφθοριούχος υδράργυρος αρσενικό

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία