Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τετρασωμία οι τετρασωμίες
      γενική της τετρασωμίας των τετρασωμιών
    αιτιατική την τετρασωμία τις τετρασωμίες
     κλητική τετρασωμία τετρασωμίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τετρασωμία < τετράσωμος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τετρασωμία θηλυκό

  1. (χημεία): κράμα τεσσάρων μετάλλων
  2. (βιολογία): ανώμαλη γενετική κατάσταση όπου οι πυρήνες των κυττάρων περιέχουν τέσσερα χρωματοσώματα ιδίου τύπου αντί δύο σε φυσιολογική κατάσταση

  Μεταφράσεις επεξεργασία