τετρασωμία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- τετρασωμία < τετράσωμος
Ουσιαστικό επεξεργασία
τετρασωμία θηλυκό
- (χημεία): κράμα τεσσάρων μετάλλων
- (βιολογία): ανώμαλη γενετική κατάσταση όπου οι πυρήνες των κυττάρων περιέχουν τέσσερα χρωματοσώματα ιδίου τύπου αντί δύο σε φυσιολογική κατάσταση
Μεταφράσεις επεξεργασία
τετρασωμία
|