τενοντομετάθεση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | τενοντομετάθεση | οι | τενοντομεταθέσεις |
γενική | της | τενοντομετάθεσης* | των | τενοντομεταθέσεων |
αιτιατική | την | τενοντομετάθεση | τις | τενοντομεταθέσεις |
κλητική | τενοντομετάθεση | τενοντομεταθέσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, τενοντομεταθέσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- τενοντομετάθεση < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίατενοντομετάθεση θηλυκό
Μεταφράσεις
επεξεργασία τενοντομετάθεση
|