Δείτε επίσης: ταξιδιώτης

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ταξιδιῶτις αἱ ταξιδιώτιδες
      γενική τῆς ταξιδιώτιδος τῶν ταξιδιωτίδων
      δοτική τῇ ταξιδιώτιδι ταῖς ταξιδιώτισι(ν)
    αιτιατική τὴν ταξιδιῶτιν τὰς ταξιδιώτιδας
     κλητική ! ταξιδιῶτι ταξιδιώτιδες
3η κλίση, Κατηγορία 'ἔρις' όπως «ἔρις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ταξιδιῶτις: μαρτυρείται από το 1890 η γραφή: ταξειδιῶτις [1] < ταξιδιώτ(ης) + κατάληξη θηλυκού

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ταξιδιῶτις, -ιδος θηλυκό [2]

  Αναφορές επεξεργασία

  1. σελ. 979, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
  2. ταξιδιώτης (& θηλ. ταξιδιῶτις-ιδος) - Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .